«Κουζίνα της κόλασης» ή κατά την καθ’ ημάς απόδοση «Εφιάλτης στην κουζίνα» της Κέρκυρας για έναν 19χρονο ασκούμενο. Έτσι δε λεγόταν το ριάλιτυ στο οποίο ο Μποτρίνι μυούσε νέους, υποψήφιους μάγειρες στα μυστικά της υψηλής γαστρονομίας κάπως δια της.. βίας; Έτσι λεγόταν και ήταν η ίδια πατέντα που είχε αναδείξει τον έτερο σεφ, τον Βρετανό Γκόρντον Ράμσεϊ σε τηλεαστέρα.
Η βρετανική εκδοχή όσο και η ελληνική, είχαν βρει τους κατάλληλους πρωταγωνιστές: δύο καλούς σεφ αλλά όσο χρειάζεται οξύθυμους ώστε, για να επιβάλλουν την, απαιτούμενη φυσικά, πειθαρχία στην κουζίνα να ανεβάζουν την τηλεθέαση με κάθε είδους «κακοποίηση»: ταπεινώσεις, δημόσιο διασυρμό, κλάματα και απόρριψη.
Όσο ο, «L’État, c’est moi», σεφ έσπαγε εξοργισμένος πιάτα, πέταγε φαγητό, έβριζε, ταπείνωνε και εξοστράκιζε από το «παιχνίδι» τους υποψήφιους, τόσο ανέβαινε η τηλεθέαση. Ενοχλήθηκε τότε κανείς; Όχι, θεωρώντας ότι αυτό το concept της δημόσιας βίας δεν είναι παρά ένα εκατέρωθεν προσυμφωνημένο «συμβόλαιο». Ένα απολαυστικό τηλεπαιχνίδι για να περνάει κάποιος ευχάριστα τα απογεύματά του.
Τι έκανε τώρα ο ίδιος σεφ; Επέβαλε την πειθαρχία στην κουζίνα του επιτρέποντας τους ίδιους όρους. Και τι απάντησε ο Μποτρίνι στην καταγγελία του 19χρονου μαθητευόμενου για τις μεσαιωνικές τακτικές που σύμφωνα με όσα είπε ο νεαρός μάγειρας εφαρμόζονται στην κουζίνα του εστιατορίου του στην Κέρκυρα; «Μπροστά σε εμένα δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, όταν είμαι εγώ είναι όλοι Παναγίες».
Κι ακόμα «είναι απαράδεκτο αυτό που γίνεται γιατί ένας άνθρωπος αν δεν είναι ευχαριστημένος σε μια επιχείρηση σηκώνεται και φεύγει..». Δηλαδή; Δεν είπε καν ότι θα διερευνήσει τι συνέβη. Δεν είπε καν ότι σε μιά κουζίνα είναι απαραίτητη η πειθαρχία αλλά ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιβάλλεται με σωματική κακοποίηση. Είπε ότι πειθαρχία επιβάλλει η παρουσία του και μόνον και ότι όποιου δεν του αρέσει φεύγει.
Αλήθεια δεν περνάει από το μυαλό του ότι 19χρονα παιδιά που έχουν το όνειρο της υψηλής μαγειρικής και δέχονται να εργάζονται κοντά του 12ωρα σερί, ασκούν και τα ίδια στον εαυτό τους τη βία της σιωπής και της ομερτά για να μην τους πουν μετά οι δικοί τους ότι είχαν μια μεγάλη ευκαιρία και την..πέταξαν; Για να μη μείνουν άνεργα; Δεν του είπε κανείς ότι η νέα γενιά δεν έχει πια το «προνόμιο» να σηκώνεται να φύγει; Δεν του είπε κανείς ότι ένα είδος βίας ασκεί σ΄αυτή τη γενιά η ίδια η πραγματικότητά της όπως έχει διαμορφωθεί; Δεν του είπε επίσης κανείς ότι ένας βαθμός «επαναστατικότητας» και αμφισβήτησης του κατεστημένου διέκρινε πάντοτε τους μεγάλους καλλιτέχνες-συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων σεφ;
Φυσικά αυτή η πραγματικότητα μιμήθηκε σ΄αυτή την περίπτωση τους τηλεοπτικούς κανόνες. Λίγο-πολύ είχαμε προετοιμαστεί να δεχτούμε ότι η βία είναι μία αναγκαία συνθήκη την οποία πρέπει να αντέξεις για να διακριθείς. Με τον ίδιο περίπου τρόπο λειτούργησε και μία άλλη καταγγελία που έγινε προ ημερών. Ένας νέος άντρας και πάλι ομολόγησε σ΄έναν δημοσιογράφο του Protagon ότι στο Μυκονιάτικο beach bar που εργάζεται, ο ιδιοκτήτης θεώρησε πρωτότυπο οι εργαζόμενοι να εξυπηρετούν τους πελάτες ξυπόλητοι στην άμμο. Επί ώρες. Το αποτέλεσμα είναι όλα τα παιδιά να παθαίνουν εγκαύματα και βέβαια να μη μιλούν επίσης. Η ομερτά της επιβίωσης. Ή Survivor δηλαδή στα πρότυπα του άλλου δημοφιλούς ριάλιτυ.
Και μήπως δεν είναι survivors όσοι άνθρωποι δέχονται να εργαστούν π.χ. πωλητές σε αλυσίδες ρούχων επί 10 και 12 ασταμάτητες ώρες και Σάββατα για 500 ευρώ το μήνα; Και μήπως αυτά τα «ανάλαφρα» απογευματινά ριάλιτυ δεν μας μαθαίνουν ότι όποιος αποδέχεται τη σωματική και ψυχική του κακοποίηση σιωπηλός, τελικά διακρίνεται;
Μην ξεχνάτε ότι στη «λογική» αυτών των παιχνιδιών, ο σκηνοθέτης φροντίζει να φαίνεται αντιπαθής στο κοινό όποιος αντιδρά. Αντίθετα επιβραβεύεται ο παίκτης που είναι στωικός, πρόθυμος, πειθήνιος στις πιο ακραίες απαιτήσεις του εφιάλτη. Του εφιάλτη στην κουζίνα ή στην άμμο ή κυρίως στη ζωή.