Η συζήτηση για το Δημόσιο στην Ελλάδα, είναι εξαρχής υπονομευμένη, από την ακραία νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία, και είναι για αυτό προβληματική και ενίοτε αδιέξοδη.
Πρέπει καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι θέλουμε υπηρεσίες, κρίσιμες για την καθημερινότητα των πολιτών, υψηλού επιπέδου, που θα προκύπτουν από χρηματοδότηση μέσω της δίκαιης αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, συλλογικά και δημοκρατικά οργανωμένες και ελεγχόμενες.
Η παραπάνω παραδοχή, συνιστά την θεμελιώδη αντίστιξη στο νεοφιλελεύθερο εγχείρημα, καθώς, η υπηρεσίες αυτές θεωρούνται εμπόρευμα, και άρα πρέπει να είναι ιδιωτικές, χωρίς δημοκρατική λειτουργία και έλεγχο εκτός ίσως από κάποιες υποτιθέμενα ανεξάρτητες αρχές ρυθμιστικού χαρακτήρα. Και αυτά γιατί δεν πρέπει με οποιοδήποτε τρόπο να υπάρξει αναδιανομή του εισοδήματος, ειδικά των πλουσίων. Άλλωστε αυτοί δεν έχουν ανάγκη τις δωρεάν υπηρεσίες του Δημοσίου, μπορούν να τις αγοράσουν.
Αφού λοιπόν το Δημόσιο είναι κάτι άχρηστο(εκτός αν μπορούν να βγάλουν λεφτά εις βάρος των φορολογουμένων από αυτό), οι δημοσιολόγοι και οι πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν αυτές τις αντιλήψεις, στρέφονται κατά του υποτιθέμενου κόστους, του αριθμού των εργαζομένων, του ύψους του μισθού τους ή της αποτελεσματικότητας του Δημοσίου.
Θεωρώ πως η παραπάνω επιχειρηματολογία είναι παρωχημένη, με περιφερειακή αντίληψη, κάπως «επαρχιώτικη», καθώς σε όλο πλέον των κόσμο, των μητροπόλεων της ιδιωτικής οικονομίας συμπεριλαμβανόμενων, οι πολίτες ανακαλύπτουν την αξία των κοινών(commons) και του δημοσίου. Έτσι μετά από χρόνια ιδιωτικοποιήσεων, και άρα κακών υπηρεσιών με υψηλό κόστος, σειρά υπηρεσιών, στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, ξαναγυρίζουν σε δημόσιο έλεγχο.
Η παραδοχή αυτή, δεν σημαίνει βέβαια, πως θα πρέπει να αρκεστούμε σε έναν Δημόσιο Τομέα, σαν αυτό που έχουμε. Με μια σειρά από παθογένειες, όπως ο εκάστοτε ασφυκτικός κυβερνητικός(κομματικός στην ουσία) έλεγχος, ο πελατειασμός, η πολλές φορές συγκεντρωτική, γραφειοκρατική και εν πολλοίς, αντιδημοκρατική λειτουργία. Πρόκειται για τα επιβιώματα, της ιδιαίτερης συγκρότησης του Δημόσιου Τομέα, ως εργαλείο καταπίεσης των ηττημένων, αλλά και αναπαραγωγής της μετεΕμφυλιακής εξουσίας.
Προφανώς, η μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα, δεν μπορεί να εκκινεί από την πεποίθηση ότι οι εργαζόμενοι είναι το πρόβλημά του. Κάτι που εμφανίστηκε με μεγάλη συχνότητα, ιδιαίτερα το πρώτο μισό της Μνημονιακής οκταετίας.
Χρειάζεται πρώτα από όλα, το τέλος των πολιτικών λιτότητας που στοίχησαν στο Δημόσιο, προσωπικό και υποδομές και συνακόλουθα οδήγησαν σε υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Άρα αύξηση της χρηματοδότηση, ένταξη νέων τεχνολογιών και νέων υπηρεσιών με εξάπλωση της παρουσίας του Δημοσίου και σε τομείς που δεν είχε παρουσία πριν. Προφανώς αύξηση των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού, ειδικότερα σε τομείς με άμεση κοινωνική ανταποδοτικότητα, όπως Υγεία, Εκπαίδευση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Κοινωνική προστασία.
Χρειάζεται ταυτόχρονα ένα θεσμικό πλαίσιο, περαιτέρω εκδημοκρατισμού, ανάπτυξης των συλλογικών λειτουργιών και της πρωτοβουλίας των εργαζομένων, με παράλληλη ενίσχυση του κοινωνικού ελέγχου και της λογοδοσίας.
*Το παρόν αποτελεί άρθρο του Αντιπροέδρου της ΑΔΕΔΥ Γιώργου Πετρόπουλου και δημοσιεύθηκε στο Documento/Hot Doc.