Επιτακτική ανάγκη η δημιουργία προοδευτικού μετώπου στα συνδικάτα
Των Χρήστου Γιαμπουράνη και Γιώργου Γώγου*
Στα δύο πρόσφατα συνέδρια, της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ) και του Εργατικού Κέντρου Πειραιά (ΕΚΠ), όσοι βρισκόμασταν εκεί γίναμε μάρτυρες παραλυτικών και διαλυτικών τάσεων στα συνδικάτα. Σήμερα -με δεδομένο πλέον το ότι επανήλθαν οι δύο βασικές αρχές για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ)- θα έπρεπε οι εργαζόμενοι να συζητάμε για το πώς θα διαμορφωθεί ένα διεκδικητικό πλαίσιο δράσης από τα σωματεία και την υπογραφή των ΣΣΕ στους χώρους δουλειάς. Αντ’ αυτού, τα συνέδρια δύο μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα έπρεπε να θέτουν ζητήματα οργάνωσης της πάλης των εργαζόμενων, είτε δεν ξεκίνησαν (παρ’ όλο που ήταν προγραμματισμένα) ύστερα από αντιδημοκρατικές και βίαιες παρεμβάσεις συγκεκριμένων παρατάξεων, είτε παρουσιάζουν σημάδια παρακμής και σήψης.
Πρωταγωνιστές αυτού του θλιβερού φαινομένου είναι οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Τι προσπαθεί να κάνει το ΠΑΜΕ; Με ύβρεις, τραμπουκισμούς, φθηνά επικοινωνιακά κόλπα και «κοπτοραπτική» αντιπροσώπων προσπαθεί να κλιμακώσει μια ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση με σκοπό να φέρει πάση θυσία τους συσχετισμούς στα μέτρα του.
Απώτερος στόχος είναι να μη βγει στην επιφάνεια η στασιμότητα των δυνάμεών του στα σωματεία και η στρατηγική κατεύθυνσή του για μη υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας προκειμένου να επιβεβαιώσει το αφήγημα ότι δεν έχουν επανέρθει οι συλλογικές συμβάσεις, αδιαφορώντας για τους εργαζόμενους που υποτίθεται πως εκπροσωπεί. Όταν δεν το κατορθώνει αυτό, σταματά δημοκρατικές ανοιχτές διαδικασίες συνδικάτων επιστρατεύοντας τον πειθαρχημένο κομματικό μηχανισμό του και τη γραφειοκρατία που έχει χτίσει μέχρι σήμερα για τέτοιους σκοπούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι η φαινομενική αντιπαράθεσή του με την εργοδοσία, στον βαθμό που δεν εστιάζει στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, αφήνει τους εργαζόμενους ουσιαστικά ανυπεράσπιστους απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία και δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάκτηση των χαμένων εργασιακών δικαιωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, ο εργοδοτικός συνδικαλισμός δημιουργεί «ανίερες» συμμαχίες μεταξύ των δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ και της Δεξιάς με μοναδικό στόχο την αναπαραγωγή των συσχετισμών και των προσώπων που έχουν την κύρια ευθύνη για την απονεύρωση και αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εργοδοτικού συνδικαλιστή είναι ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, εκλεγμένος με την ΠΑΣΚΕ, απερχόμενος προέδρος στην ΟΙΥΕ και γραμματέας Τύπου της ΓΣΕΕ. Διαπλέκεται απροκάλυπτα με την εργοδοσία, δημιουργεί σωματεία σφραγίδες, επιστρατεύει πληρωμένη περιφρούρηση με μπράβους σε συλλογικές διαδικασίες και, κυρίως, επιχειρεί να μετατρέψει τη ΓΣΣΕ, τις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα σε γραφεία ευρέσεως εργασίας.
Οι δύο αυτές τακτικές και προσεγγίσεις, παρότι προσπαθούν να παρουσιάζονται αντιπαραθετικές, στην πραγματικότητα μοιράζουν ρόλους σε ένα ψεύτικο δίπολο κρύβοντας επιμελώς τη συμφωνία τους ενάντια στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Το πραγματικό δίπολο που αναδεικνύεται στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι από τη μια οι δυνάμεις όσων παλεύουμε για υπογραφή ΣΣΕ, διαφάνεια, δημοκρατία, ενεργή και ισότιμη συμμετοχή εργαζομένων στα συνδικάτα, και από την άλλη πλευρά οι δυνάμεις που είτε εξυπηρετούν εργοδοτικά συμφέροντα προσβλέποντας σε ιδιοτελή οφέλη είτε αυτοανακηρύσσονται σωτήρες και υπερασπιστές των εργαζομένων υπονομεύοντας στην ουσία τις προσπάθειες υπογραφής ΣΣΕ για κομματικό όφελος.
Τους τελευταίους μήνες υπάρχουν παραδείγματα σωματείων, όπως στην ναυτιλία, στον τουρισμό, στις μεταφορές (ΣΣΕ στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ και στο υπαλληλικό προσωπικό στον ΟΛΠ), στους κούριερ, στο ραδιόφωνο (ΕΤΕΡ), στον επισιτισμό και στο τρόφιμο, που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν σε πολύ καλό επίπεδο οικονομικά και θεσμικά ζητήματα. Τα παραδείγματα συνδικάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω προέρχονται από τη βάση διαφορετικών συνδικαλιστικών παρατάξεων, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις αγωνίζονται με κεντρική στόχευση την υπογραφή ΣΣΕ. Στους χώρους αυτούς, οι συνάδελφοι που έχουν την ευθύνη των σωματείων δίνουν λύσεις και προοπτική στους συναδέλφους τους και η εμπλοκή τους στα συνδικάτα είναι αποτελεσματική. Αυτό δίνει με πραγματικούς όρους ορίζοντα και ελπίδα στους εργαζόμενους, ενώ παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα και τα συνδικάτα βγαίνουν κερδισμένα γιατί ανακτούν την αξιοπιστία τους στα μάτια των εργαζομένων. Η προσέγγιση αυτή είναι που μπορεί να αντιμετωπίσει τη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και παράλληλα να εμπνεύσει τους εργαζόμενους να συμμετέχουν ενεργά στα συνδικάτα μακριά από λογικές ανάθεσης, βάζοντας στην άκρη τους «μεσάζοντες» των αιτημάτων τους.
Στην κοινωνία, όμως, αυτά τα ψευτοδιλήμματα δεν έχουν καμία θέση. Ήδη διαμορφώνονται οι συμμαχίες που εδράζονται σε δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές αντιλήψεις για πολλά ζητήματα (δικαιώματα, εθνικά θέματα, δημοκρατία, εργασία κ.λπ.). Η μια συμμαχία είναι η ευρεία δημοκρατική – προοδευτική που αρχίζει να συγκεντρώνει ανθρώπους προερχόμενους από διαφορετικές, ίσως, ιδεολογικές αφετηρίες -με διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο και διαφορετικό ενδεχομένως όραμα για την κοινωνία-, αλλά έχει συνδετικό κρίκο την αντίδραση στον ολοκληρωτισμό, την εθνοκαπηλία και τις διακρίσεις και την ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας.
Η άλλη συμμαχία, η εργοδοτική και συντηρητική, συσπειρώνει το κομμάτι εκείνων που θέλουν την παλινόρθωση του παλιού πολιτικού προσωπικού και επιχειρεί να επαναφέρει όλες τις σχέσεις διαπλοκής υιοθετώντας τις νεοφιλελεύθερες συνταγές για την οικονομία και τη διάλυση της εργασίας σε συνδυασμό με την ακροδεξιά, ξενοφοβική ατζέντα.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία τα συνδικάτα είναι απολύτως απαραίτητα να ξαναπαίξουν τον ρόλο τους και να συσπειρώσουν τους εργαζομένους με κατεύθυνση ένα προοδευτικό – αγωνιστικό μέτωπο στην εργασία που θα απαντάει τόσο στο μηδενιστικό όσο και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό.
* Ο Χρήστος Γιαμπουράνης είναι μέλος του Δ.Σ. του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και ο Γιώργος Γώγος μέλος του Δ.Σ. του Εργατικού Κέντρου Πειραιά
Πηγή: Η Αυγή